Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif κολοττός οἱ κολοττοί τὼ κολοττώ
Vocatif κολοττέ κολοττοί κολοττώ
Accusatif τὸν κολοττόν τοὺς κολοττούς τὼ κολοττώ
Génitif τοῦ κολοττοῦ τῶν κολοττῶν τοῖν κολοττοῖν
Datif τῷ κολοττ τοῖς κολοττοῖς τοῖν κολοττοῖν

κολοττός, kolottós *\ko.lo.ˈtːos\ masculin

  1. Forme attique de κολοσσός.