Étymologie

modifier
De λῆνος, ληνός.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif λημνίσκος οἱ λημνίσκοι τὼ λημνίσκω
Vocatif λημνίσκε λημνίσκοι λημνίσκω
Accusatif τὸν λημνίσκον τοὺς λημνίσκους τὼ λημνίσκω
Génitif τοῦ λημνίσκου τῶν λημνίσκων τοῖν λημνίσκοιν
Datif τῷ λημνίσκ τοῖς λημνίσκοις τοῖν λημνίσκοιν

λημνίσκος, lêmnískos *\Prononciation ?\ masculin

  1. Bandelette, ruban.

Références

modifier