μεταδοτικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de μεταδοτικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μεταδοτικότητα οι  μεταδοτικότητες
Génitif της  μεταδοτικότητας των  μεταδοτικοτήτων
Accusatif τη(ν)  μεταδοτικότητα τις  μεταδοτικότητες
Vocatif μεταδοτικότητα μεταδοτικότητες

μεταδοτικότητα (metadhotikótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Contagiosité, facilité d’une maladie ou d’un état à se transmettre.
  2. Aptitude à transmettre une connaissance.