μετεωρολογικός

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien μετεωρολογικός, meteorologikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μετεωρολογικός μετεωρολογική μετεωρολογικό
génitif μετεωρολογικού μετεωρολογικής μετεωρολογικού
accusatif μετεωρολογικό μετεωρολογική μετεωρολογικό
vocatif μετεωρολογικέ μετεωρολογική μετεωρολογικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μετεωρολογικοί μετεωρολογικές μετεωρολογικά
génitif μετεωρολογικών μετεωρολογικών μετεωρολογικών
accusatif μετεωρολογικούς μετεωρολογικές μετεωρολογικά
vocatif μετεωρολογικοί μετεωρολογικές μετεωρολογικά

μετεωρολογικός, meteorologikós

  1. (Météorologie) Météorologique, relatif à la météorologie.

Références modifier

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de μετεωρολόγος, meteôrológos, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif μετεωρολογικός μετεωρολογική μετεωρολογικόν
vocatif μετεωρολογικέ μετεωρολογική μετεωρολογικόν
accusatif μετεωρολογικόν μετεωρολογικήν μετεωρολογικόν
génitif μετεωρολογικοῦ μετεωρολογικῆς μετεωρολογικοῦ
datif μετεωρολογικ μετεωρολογικ μετεωρολογικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif μετεωρολογικώ μετεωρολογικά μετεωρολογικώ
vocatif μετεωρολογικώ μετεωρολογικά μετεωρολογικώ
accusatif μετεωρολογικώ μετεωρολογικά μετεωρολογικώ
génitif μετεωρολογικοῖν μετεωρολογικαῖν μετεωρολογικοῖν
datif μετεωρολογικοῖν μετεωρολογικαῖν μετεωρολογικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif μετεωρολογικοί μετεωρολογικαί μετεωρολογικά
vocatif μετεωρολογικοί μετεωρολογικαί μετεωρολογικά
accusatif μετεωρολογικούς μετεωρολογικάς μετεωρολογικά
génitif μετεωρολογικῶν μετεωρολογικῶν μετεωρολογικῶν
datif μετεωρολογικοῖς μετεωρολογικαῖς μετεωρολογικοῖς

μετεωρολογικός, meteôrologikós *\Prononciation ?\

  1. (Météorologie) Météorologique, doué en météorologie.

Références modifier