μητρόπολις

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De μήτηρ, mếtêr (« mère ») et πόλις, pólis (« ville »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μητρόπολις αἱ μητροπόλεις τὼ μητροπόλει
Vocatif μητρόπολι μητροπόλεις μητροπόλει
Accusatif τὴν μητρόπολιν τὰς μητροπόλεις τὼ μητροπόλει
Génitif τῆς μητροπόλεως τῶν μητροπόλεων τοῖν μητροπολέοιν
Datif τῇ μητροπόλει ταῖς μητροπόλεσι(ν) τοῖν μητροπολέοιν

μητρόπολις, mêtrópolis *\mɛː.ˈtro.po.lis\ féminin (Ancienne écriture : μητϱόϖολις)

  1. Métropole.

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier