νευρικότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de νευρικός, avec le suffixe -ότητα.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  νευρικότητα οι  νευρικότητες
Génitif της  νευρικότητας των  νευρικοτήτων
Accusatif τη(ν)  νευρικότητα τις  νευρικότητες
Vocatif νευρικότητα νευρικότητες

νευρικότητα, nevrikótita \Prononciation ?\ féminin

  1. Nervosité.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (νευρικότητα)