Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Voir νουθέτησις.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif νουϑεσία αἱ νουϑεσιαι τὼ νουϑεσία
Vocatif νουϑεσία νουϑεσιαι νουϑεσία
Accusatif τὴν νουϑεσίαν τὰς νουϑεσίας τὼ νουϑεσία
Génitif τῆς νουϑεσίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν νουϑεσίαιν
Datif τῇ νουϑεσί ταῖς νουϑεσίαις τοῖν νουϑεσίαιν

νουθεσία, nouthesía féminin

  1. Synonyme de νουθέτησις

Références modifier