Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de οινολόγος, oinologos, avec le suffixe -ία, -ía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  οινολογία οι  οινολογίες
Génitif της  οινολογίας των  οινολογιών
Accusatif τη(ν)  οινολογία τις  οινολογίες
Vocatif οινολογία οινολογίες

οινολογία, inoloyía \Prononciation ?\ féminin

  1. Œnologie.