ονειρολογία

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de ονειρολόγος, oneirologos, avec le suffixe -ία, -ía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ονειρολογία οι  ονειρολογίες
Génitif της  ονειρολογίας των  ονειρολογιών
Accusatif τη(ν)  ονειρολογία τις  ονειρολογίες
Vocatif ονειρολογία ονειρολογίες

ονειρολογία (oniroloyía) \ɔ.ni.ɾɔ.lɔ.ˈʝi.a\ féminin

  1. Onirologie.