Accueil
Au hasard
Se connecter
Configuration
Faire un don
À propos du Wiktionnaire
Licence
Rechercher
ουροποιητικός
Langue
Suivre
Modifier
Grec
modifier
Étymologie
modifier
Composé de
ούρο
et de
ποιητικός
.
Adjectif
modifier
cas
singulier
masculin
féminin
neutre
nominatif
ουροποιητικ
ός
ουροποιητικ
ή
ουροποιητικ
ό
génitif
ουροποιητικ
ού
ουροποιητικ
ής
ουροποιητικ
ού
accusatif
ουροποιητικ
ό
ουροποιητικ
ή
ουροποιητικ
ό
vocatif
ουροποιητικ
έ
ουροποιητικ
ή
ουροποιητικ
ό
cas
pluriel
masculin
féminin
neutre
nominatif
ουροποιητικ
οί
ουροποιητικ
ές
ουροποιητικ
ά
génitif
ουροποιητικ
ών
ουροποιητικ
ών
ουροποιητικ
ών
accusatif
ουροποιητικ
ούς
ουροποιητικ
ές
ουροποιητικ
ά
vocatif
ουροποιητικ
οί
ουροποιητικ
ές
ουροποιητικ
ά
ουροποιητικός
(uropiitikós)
\u.ɾɔ.pi.i.ti.ˈkɔs\
Urinaire
.
ουροποιητικό
σύστημα
La traduction en français de l’
exemple
manque.
(
Ajouter
)