Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὁ/ἡ πήριξ οἱ/αἱ πήρικες τὼ πήρικε
Vocatif πήριξ πήρικες πήρικε
Accusatif τὸν/τὴν πήρικᾰ τοὺς/τὰς πήρικᾰς τὼ πήρικε
Génitif τοῦ/τῆς πήρικος τῶν πηρίκων τοῖν πηρίκοιν
Datif τῷ/τῇ πήρικῐ τοῖς/ταῖς πήρικῐ(ν) τοῖν πηρίκοιν

πήριξ, pếrix *\ˈpɛː.rikʰs\ masculin et féminin identiques

  1. Forme crétoise de πέρδιξ.