Étymologie

modifier
Du grec ancien παράσιτος, parásitos.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  παράσιτο τα  παράσιτα
Génitif του  παράσιτου
παρασίτου
των  παράσιτων
παρασίτων
Accusatif το  παράσιτο τα  παράσιτα
Vocatif παράσιτο παράσιτα

παράσιτο, parásito \pa.ˈɾa.si.tɔ\ neutre

  1. Parasite.