παραγωγικότητα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Dérivé de παραγωγικός, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | παραγωγικότητα | οι | παραγωγικότητες |
Génitif | της | παραγωγικότητας | των | παραγωγικοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | παραγωγικότητα | τις | παραγωγικότητες |
Vocatif | παραγωγικότητα | παραγωγικότητες |
παραγωγικότητα, paragoyikótita \Prononciation ?\ féminin
- Productivité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (παραγωγικότητα)