Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien παροιμία, paroimía (« proverbe »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  παροιμία οι  παροιμίες
Génitif της  παροιμίας των  παροιμιών
Accusatif τη(ν)  παροιμία τις  παροιμίες
Vocatif παροιμία παροιμίες

παροιμία (parimía) \pa.ɾi.ˈmi.a\ féminin

  1. Proverbe.

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Composé de πάροιμος (« voisin ») et -ία.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif παροιμία αἱ παροιμιαι τὼ παροιμία
Vocatif παροιμία παροιμιαι παροιμία
Accusatif τὴν παροιμίαν τὰς παροιμίας τὼ παροιμία
Génitif τῆς παροιμίας τῶν [[{{{4}}}ῶν|{{{4}}}ῶν]] τοῖν παροιμίαιν
Datif τῇ παροιμί ταῖς παροιμίαις τοῖν παροιμίαιν

παροιμία, paroimía *\pa.roi̯.ˈmi.aː\ féminin

  1. Proverbe, maxime.

Références modifier