προπαρασκευαστικός

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de προπαρασκευαστής, proparaskevastis, avec le suffixe -ικός, -ikos, voir προπαρασκευάζω (« préparer »).

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif προπαρασκευαστικός προπαρασκευαστική προπαρασκευαστικό
génitif προπαρασκευαστικού προπαρασκευαστικής προπαρασκευαστικού
accusatif προπαρασκευαστικό προπαρασκευαστική προπαρασκευαστικό
vocatif προπαρασκευαστικέ προπαρασκευαστική προπαρασκευαστικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif προπαρασκευαστικοί προπαρασκευαστικές προπαρασκευαστικά
génitif προπαρασκευαστικών προπαρασκευαστικών προπαρασκευαστικών
accusatif προπαρασκευαστικούς προπαρασκευαστικές προπαρασκευαστικά
vocatif προπαρασκευαστικοί προπαρασκευαστικές προπαρασκευαστικά

προπαρασκευαστικός, proparaskevastikós \Prononciation ?\

  1. Préparatoire, qui vise à la préparation.

Apparentés étymologiques modifier

Références modifier