προσωποποίηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de πρόσωπο, avec le suffixe -ποίηση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  προσωποποίηση οι  προσωποποιήσεις
Génitif της  προσωποποίησης
προσωποποιήσεως
των  προσωποποιήσεων
Accusatif τη(ν)  προσωποποίηση τις  προσωποποιήσεις
Vocatif προσωποποίηση προσωποποιήσεις

προσωποποίηση, prosopopíisi \Prononciation ?\ féminin

  1. Personnification.

Références modifier