ρευστότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé en -ότητα de ρευστός (« fluide »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ρευστότητα οι  ρευστότητες
Génitif της  ρευστότητας των  ρευστοτήτων
Accusatif τη(ν)  ρευστότητα τις  ρευστότητες
Vocatif ρευστότητα ρευστότητες

ρευστότητα (revstótita) \Prononciation ?\ féminin

  1. Fluidité, caractère de ce qui est fluide.
    1. (Par extension) Instabilité.
  2. (Économie) Liquidité.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ρευστότητα)