ρευστότητα
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | ρευστότητα | οι | ρευστότητες |
Génitif | της | ρευστότητας | των | ρευστοτήτων |
Accusatif | τη(ν) | ρευστότητα | τις | ρευστότητες |
Vocatif | ρευστότητα | ρευστότητες |
ρευστότητα (revstótita) \Prononciation ?\ féminin
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (ρευστότητα)