σκληρότητα

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien σκληρότης, sklêrótês (« dureté »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  σκληρότητα οι  σκληρότητες
Génitif της  σκληρότητας των  σκληροτήτων
Accusatif τη(ν)  σκληρότητα τις  σκληρότητες
Vocatif σκληρότητα σκληρότητες

σκληρότητα (sklirótita) \skli.ˈɾɔ.ti.ta\ féminin

  1. Dureté