στρατόσφαιρα
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du français stratosphère.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | στρατόσφαιρα | οι | στρατόσφαιρες |
Génitif | της | στρατόσφαιρας | των | στρατοσφαιρών |
Accusatif | τη(ν) | στρατόσφαιρα | τις | στρατόσφαιρες |
Vocatif | στρατόσφαιρα | στρατόσφαιρες |
στρατόσφαιρα, stratósfera \Prononciation ?\ féminin
- Stratosphère.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (στρατόσφαιρα)