συμπλεκτικός

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien συμπλεκτικός, sumplektikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif συμπλεκτικός συμπλεκτική συμπλεκτικό
génitif συμπλεκτικού συμπλεκτικής συμπλεκτικού
accusatif συμπλεκτικό συμπλεκτική συμπλεκτικό
vocatif συμπλεκτικέ συμπλεκτική συμπλεκτικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif συμπλεκτικοί συμπλεκτικές συμπλεκτικά
génitif συμπλεκτικών συμπλεκτικών συμπλεκτικών
accusatif συμπλεκτικούς συμπλεκτικές συμπλεκτικά
vocatif συμπλεκτικοί συμπλεκτικές συμπλεκτικά

συμπλεκτικός, symplektikós \sim.blɛ.kti.ˈkɔs\

  1. Complexe.

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de σύμπλεκτος, súmpletkos, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif συμπλεκτικός συμπλεκτική συμπλεκτικόν
vocatif συμπλεκτικέ συμπλεκτική συμπλεκτικόν
accusatif συμπλεκτικόν συμπλεκτικήν συμπλεκτικόν
génitif συμπλεκτικοῦ συμπλεκτικῆς συμπλεκτικοῦ
datif συμπλεκτικ συμπλεκτικ συμπλεκτικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif συμπλεκτικώ συμπλεκτικά συμπλεκτικώ
vocatif συμπλεκτικώ συμπλεκτικά συμπλεκτικώ
accusatif συμπλεκτικώ συμπλεκτικά συμπλεκτικώ
génitif συμπλεκτικοῖν συμπλεκτικαῖν συμπλεκτικοῖν
datif συμπλεκτικοῖν συμπλεκτικαῖν συμπλεκτικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif συμπλεκτικοί συμπλεκτικαί συμπλεκτικά
vocatif συμπλεκτικοί συμπλεκτικαί συμπλεκτικά
accusatif συμπλεκτικούς συμπλεκτικάς συμπλεκτικά
génitif συμπλεκτικῶν συμπλεκτικῶν συμπλεκτικῶν
datif συμπλεκτικοῖς συμπλεκτικαῖς συμπλεκτικοῖς

συμπλεκτικός, sumplektikós *\Prononciation ?\

  1. Entrelacé, tressé ensemble.

Apparentés étymologiques modifier

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier