Grec modifier

Étymologie modifier

De l’anglais tourist.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  τουρίστας οι  τουρίστες
Génitif του  τουρίστα των  τουριστών
Accusatif τον  τουρίστα τους  τουρίστες
Vocatif τουρίστα τουρίστες

τουρίστας turístas \Prononciation ?\ masculin (pour une femme, on dit : τουρίστρια)

  1. Touriste.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (τουρίστας)