τραυματικός

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien τραυματικός, traumatikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif τραυματικός τραυματική τραυματικό
génitif τραυματικού τραυματικής τραυματικού
accusatif τραυματικό τραυματική τραυματικό
vocatif τραυματικέ τραυματική τραυματικό
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif τραυματικοί τραυματικές τραυματικά
génitif τραυματικών τραυματικών τραυματικών
accusatif τραυματικούς τραυματικές τραυματικά
vocatif τραυματικοί τραυματικές τραυματικά

τραυματικός, traumatikós \Prononciation ?\

  1. Traumatique, de plaie, de blessure.

Apparentés étymologiques modifier

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (τραυματικός)

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de τραῦμα, traûma, avec le suffixe -ικός, -ikós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif τραυματικός τραυματική τραυματικόν
vocatif τραυματικέ τραυματική τραυματικόν
accusatif τραυματικόν τραυματικήν τραυματικόν
génitif τραυματικοῦ τραυματικῆς τραυματικοῦ
datif τραυματικ τραυματικ τραυματικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif τραυματικώ τραυματικά τραυματικώ
vocatif τραυματικώ τραυματικά τραυματικώ
accusatif τραυματικώ τραυματικά τραυματικώ
génitif τραυματικοῖν τραυματικαῖν τραυματικοῖν
datif τραυματικοῖν τραυματικαῖν τραυματικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif τραυματικοί τραυματικαί τραυματικά
vocatif τραυματικοί τραυματικαί τραυματικά
accusatif τραυματικούς τραυματικάς τραυματικά
génitif τραυματικῶν τραυματικῶν τραυματικῶν
datif τραυματικοῖς τραυματικαῖς τραυματικοῖς

τραυματικός, traumatikós *\Prononciation ?\

  1. Traumatique, de plaie, de blessure.

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier