τρομοκρατία

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de τρομοκράτης, tromokrátis (« terroriste »), avec le suffixe -ία, -ía.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  τρομοκρατία οι  τρομοκρατίες
Génitif της  τρομοκρατίας των  τρομοκρατιών
Accusatif τη(ν)  τρομοκρατία τις  τρομοκρατίες
Vocatif τρομοκρατία τρομοκρατίες

τρομοκρατία, tromokratía \Prononciation ?\ féminin

  1. Terrorisme.