υποκρίτρια

Grec modifier

Étymologie modifier

→ voir υποκριτής

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  υποκρίτρια οι  υποκρίτριες
Génitif της  υποκρίτριας των  υποκριτριών
Accusatif τη(ν)  υποκρίτρια τις  υποκρίτριες
Vocatif υποκρίτρια υποκρίτριες

υποκρίτρια (ipokrítria) \i.pɔ.ˈkɾi.tɾi.a\ féminin

  1. Hypocrite. (Pour une femme.)