φεμινίστρια

Grec modifier

Étymologie modifier

Féminin de φεμινιστής.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  φεμινίστρια οι  φεμινίστριες
Génitif της  φεμινίστριας των  φεμινιστριών
Accusatif τη(ν)  φεμινίστρια τις  φεμινίστριες
Vocatif φεμινίστρια φεμινίστριες

φεμινίστρια, feminístria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : φεμινιστής)

  1. Féministe.

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (φεμινίστρια)