φοροδιαφυγή
Grec modifier
Étymologie modifier
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | φοροδιαφυγή | οι | φοροδιαφυγές |
Génitif | της | φοροδιαφυγής | των | φοροδιαφυγών |
Accusatif | τη(ν) | φοροδιαφυγή | τις | φοροδιαφυγές |
Vocatif | φοροδιαφυγή | φοροδιαφυγές |
φοροδιαφυγή, forodhiafiyí \Prononciation ?\ féminin
- Évasion fiscale.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Apparentés étymologiques modifier
Références modifier
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (φοροδιαφυγή)