χοληδόχος κύστη

Grec modifier

Étymologie modifier

Composé de χοληδόχος et de κύστη.

Locution nominale modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  χοληδόχος κύστη οι  χοληδόχοι κύστεις
Génitif της  χοληδόχου κύστης των  χοληδόχων κύστεων
Accusatif τη(ν)  χοληδόχο κύστη τις  χοληδόχους κύστεις
Vocatif χοληδόχε κύστη χοληδόχοι κύστεις

χοληδόχος κύστη \xɔ.li.ˈðɔ.xɔs ˈki.sti\ féminin

  1. (Anatomie) Vésicule biliaire.