χρησιμοποίηση

Grec modifier

Étymologie modifier

Mot dérivé de χρησιμοποιώ, khrisimopió, avec le suffixe -ση, -si ; voir χρήσιμος (« utile ») et ποίηση.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  χρησιμοποίηση οι  χρησιμοποιήσεις
Génitif της  χρησιμοποίησης
χρησιμοποιήσεως
των  χρησιμοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  χρησιμοποίηση τις  χρησιμοποιήσεις
Vocatif χρησιμοποίηση χρησιμοποιήσεις

χρησιμοποίηση, khrisimopíisi \Prononciation ?\ féminin

  1. Utilisation.

Références modifier