Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ψήρ οἱ ψήρες τὼ ψήρε
Vocatif ψήρ ψήρες ψήρε
Accusatif τὸν ψήρα τοὺς ψήρας τὼ ψήρε
Génitif τοῦ ψηρός τῶν ψηρῶν τοῖν ψηροῖν
Datif τῷ ψηρί τοῖς ψήρσι(ν) τοῖν ψηροῖν

ψήρ, psếr *\ˈpʰsɛːr\ masculin

  1. Forme ionienne de ψάρ.