ωκεανός
Grec modifier
Étymologie modifier
- Du grec ancien ὠκεανός, ōkeanós.
Nom commun modifier
Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | ο | ωκεανός | οι | ωκεανοί |
Génitif | του | ωκεανού | των | ωκεανών |
Accusatif | τον | ωκεανό | τους | ωκεανούς |
Vocatif | ωκεανέ | ωκεανοί |
ωκεανός (okeanós) \o.ce.aˈnos\ masculin
Dérivés modifier
- Ωκεανία
- Ωκεανίδες
- ωκεάνιος
- ωκεανογραφία
- ωκεανογραφικός
- ωκεανογράφος
- ωκεανολογία
- ωκεανολογικός
- ωκεανολόγος
- ωκεανοπλοΐα
Voir aussi modifier
- Ωκεανός sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)