ἀβριφόγχλωκος

Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ἀβριφόγχλωκος οἱ ἀβριφόγχλωκοι τὼ ἀβριφογχλώκω
Vocatif ἀβριφόγχλωκε ἀβριφόγχλωκοι ἀβριφογχλώκω
Accusatif τὸν ἀβριφόγχλωκον τοὺς ἀβριφογχλώκους τὼ ἀβριφογχλώκω
Génitif τοῦ ἀβριφογχλώκου τῶν ἀβριφογχλώκων τοῖν ἀβριφογχλώκοιν
Datif τῷ ἀβριφογχλώκ τοῖς ἀβριφογχλώκοις τοῖν ἀβριφογχλώκοιν

ἀβριφόγχλωκος, abriphónkhlôkos masculin

  1. (Héau) abriphonchloque
  2. (Éo, fani) abrifoncloc