ὀχλοκρατία

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot composé de ὄχλος, ókhlos (« foule ») et de κρατέω, kratéô (« régner »).

Nom commun modifier

ὀχλοκρατία féminin

  1. Gouvernement exercé par la multitude.
    • Συμβαίνει δὴ τοὺς πλείστους τῶν βουλομένων διδασκαλικῶς ἡμῖν ὑποδεικνύειν περὶ τῶν τοιούτων τρία γένη λέγειν πολιτειῶν, ὧν τὸ μὲν καλοῦσι βασιλείαν, τὸ δ’ἀριστοκρατίαν, τὸ δὲ τρίτον δημοκρατίαν.[...]. διὸ καὶ γένη μὲν ἓξ εἶναι ῥητέον πολιτειῶν, τρία μὲν ἃ πάντες θρυλοῦσι καὶ νῦν προείρηται, τρία δὲ τὰ τούτοις συμφυῆ, λέγω δὲ μοναρχίαν, ὀλιγαρχίαν, ὀχλοκρατίαν — (Polybe, 6-3-1)

Références modifier