ὑποχονδριακός

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Dérivé de ὑποχόνδριον, hypokhondrios (« abdomen »), avec le suffixe -ακός, -akós.

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ὑποχονδριακός ὑποχονδριακή ὑποχονδριακόν
vocatif ὑποχονδριακέ ὑποχονδριακή ὑποχονδριακόν
accusatif ὑποχονδριακόν ὑποχονδριακήν ὑποχονδριακόν
génitif ὑποχονδριακοῦ ὑποχονδριακῆς ὑποχονδριακοῦ
datif ὑποχονδριακ ὑποχονδριακ ὑποχονδριακ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ὑποχονδριακώ ὑποχονδριακά ὑποχονδριακώ
vocatif ὑποχονδριακώ ὑποχονδριακά ὑποχονδριακώ
accusatif ὑποχονδριακώ ὑποχονδριακά ὑποχονδριακώ
génitif ὑποχονδριακοῖν ὑποχονδριακαῖν ὑποχονδριακοῖν
datif ὑποχονδριακοῖν ὑποχονδριακαῖν ὑποχονδριακοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ὑποχονδριακοί ὑποχονδριακαί ὑποχονδριακά
vocatif ὑποχονδριακοί ὑποχονδριακαί ὑποχονδριακά
accusatif ὑποχονδριακούς ὑποχονδριακάς ὑποχονδριακά
génitif ὑποχονδριακῶν ὑποχονδριακῶν ὑποχονδριακῶν
datif ὑποχονδριακοῖς ὑποχονδριακαῖς ὑποχονδριακοῖς

ὑποχονδριακός, hupokhondriakós *\Prononciation ?\

  1. De l'abdomen, du ventre.

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier