ὑπόστυλος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot composé de ὑπό, hupó (« sous ») et de στῦλος, stûlos (« colonne »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ὑπόστυλος οἱ ὑπόστυλοι τὼ ὑποστύλω
Vocatif ὑπόστυλε ὑπόστυλοι ὑποστύλω
Accusatif τὸν ὑπόστυλον τοὺς ὑποστύλους τὼ ὑποστύλω
Génitif τοῦ ὑποστύλου τῶν ὑποστύλων τοῖν ὑποστύλοιν
Datif τῷ ὑποστύλ τοῖς ὑποστύλοις τοῖν ὑποστύλοιν

ὑπόστυλος, hupóstulos *\hy.ˈpo.sty.los\

  1. Hypostyle, qui repose sur des colonnes.

Références modifier