ὑστερικός

Voir aussi : υστερικός

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ὕστερος (« matrice, utérus ») et du suffixe -ικός, -ikós (« relatif à »).

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ὑστερικός ὑστερική ὑστερικόν
vocatif ὑστερικέ ὑστερική ὑστερικόν
accusatif ὑστερικόν ὑστερικήν ὑστερικόν
génitif ὑστερικοῦ ὑστερικῆς ὑστερικοῦ
datif ὑστερικ ὑστερικ ὑστερικ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ὑστερικώ ὑστερικά ὑστερικώ
vocatif ὑστερικώ ὑστερικά ὑστερικώ
accusatif ὑστερικώ ὑστερικά ὑστερικώ
génitif ὑστερικοῖν ὑστερικαῖν ὑστερικοῖν
datif ὑστερικοῖν ὑστερικαῖν ὑστερικοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ὑστερικοί ὑστερικαί ὑστερικά
vocatif ὑστερικοί ὑστερικαί ὑστερικά
accusatif ὑστερικούς ὑστερικάς ὑστερικά
génitif ὑστερικῶν ὑστερικῶν ὑστερικῶν
datif ὑστερικοῖς ὑστερικαῖς ὑστερικοῖς

ὑστερικός, husterikós *\hys.te.ri.ˈkos\

  1. De la matrice, de l’utérus.
  2. Hystérique.

Références modifier