ῥητινίτης οἶνος

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ῥητινίτης, rhêtinítês (« résiné ») et οἶνος, oînos (« vin »).

Locution nominale modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ῥητινίτης οἶνος οἱ ῥητινίτεις οἶνοι τὼ ῥητινίτει οἴνω
Vocatif ῥητινίτες οἶνε ῥητινίτες οἶνοι ῥητινίτει οἴνω
Accusatif τὸν ῥητινίτεις οἶνον τοὺς ῥητινίτεις οἴνους τὼ ῥητινίτει οἴνω
Génitif τοῦ ῥητινίτους οἴνου τῶν ῥητινίτων οἴνων τοῖν ῥητινίτοιν οἴνοιν
Datif τῷ ῥητινίτει οἴνῳ τοῖς ῥητινίτεσι οἴνοις τοῖν ῥητινίτοιν οἴνοιν

ῥητινίτης οἶνος, rhêtinítês oînos \r̥ɛː.ti.ˈni.tɛːs ˈo͜ɪˌ.nos\ masculin

  1. Vin résiné.

Références modifier