ῥομβοειδής

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De ῥόμβος, rhómbos (« losange ») et du suffixe -ειδής, -eidếs (« en forme de »)

Adjectif modifier

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif ῥομβοειδής ῥομβοειδής ῥομβοειδές
vocatif ῥομβοειδές ῥομβοειδές ῥομβοειδές
accusatif ῥομβοειδ ῥομβοειδ ῥομβοειδές
génitif ῥομβοειδοῦς ῥομβοειδοῦς ῥομβοειδοῦς
datif ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ
cas duel
masculin féminin neutre
nominatif ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ
vocatif ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ
accusatif ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ ῥομβοειδεῖ
génitif ῥομβοειδοῖν ῥομβοειδοῖν ῥομβοειδοῖν
datif ῥομβοειδοῖν ῥομβοειδοῖν ῥομβοειδοῖν
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif ῥομβοειδεῖς ῥομβοειδεῖς ῥομβοειδ
vocatif ῥομβοειδεῖς ῥομβοειδεῖς ῥομβοειδ
accusatif ῥομβοειδεῖς ῥομβοειδεῖς ῥομβοειδ
génitif ῥομβοειδῶν ῥομβοειδῶν ῥομβοειδῶν
datif ῥομβοειδέσι(ν) ῥομβοειδέσι(ν) ῥομβοειδέσι(ν)

ῥομβοειδής, rhomboeidếs *\r̥om.bo.eː.ˈdɛːs\

  1. Rhomboïdal, de la forme d'un losange.

Synonymes modifier

Références modifier