Πρίσκα
Grec ancien modifier
Étymologie modifier
- Du latin Prisca.
Nom propre modifier
Πρίσκα, ης, [príska] féminin
- Prisca, Prisque.
- Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας· ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκα σὺν τῇ κατ᾽ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ·— (Première épître aux Corinthiens, 6, 19)
- ἀσπάσασθε Πρίσκαν καὶ Ἀκύλαν τοὺς συνεργούς μου ἐν χριστῷ Ἰησοῦ — (Épître aux Romains, 16, 3)
Synonymes modifier