Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif ζορκάς αἱ ζορκάδες τὼ ζορκάδε
Vocatif ζορκάς ζορκάδες ζορκάδε
Accusatif τὴν ζορκάδα τὰς ζορκάδας τὼ ζορκάδε
Génitif τῆς ζορκάδος τῶν ζορκάδων τοῖν ζορκάδοιν
Datif τῇ ζορκάδι ταῖς ζορκάσι(ν) τοῖν ζορκάδοιν

ζορκάς, zorkás *\zdor.ˈkas\ féminin

  1. Variante de δορκάς.
    • Κατὰ τοὺς νομάδας δὲ ἐστὶ τούτων οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλα τοιάδε, πύγαργοι καὶ ζορκάδες καὶ βουβάλιες καὶ ὄνοι. — (Hérodote, Histoires, 4-192)

Références modifier