Étymologie

modifier
Mot dérivé de κατακρίνω, katakríno (« condamner »), avec le suffixe -μα, -ma. Voir κρῖμα, krima.

Nom commun

modifier
Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ ϰατάϰριμα τὰ ϰαταϰρίματα τὼ ϰαταϰρίματε
Vocatif ϰατάϰριμα ϰαταϰρίματα ϰαταϰρίματε
Accusatif τὸ ϰατάϰριμα τὰ ϰαταϰρίματα τὼ ϰαταϰρίματε
Génitif τοῦ ϰαταϰρίματος τῶν ϰαταϰριμάτων τοῖν ϰαταϰριμάτοιν
Datif τῷ ϰαταϰρίματι τοῖς ϰαταϰρίμασι(ν) τοῖν ϰαταϰριμάτοιν

κατάκριμα, katákrima neutre

  1. Sentence de condamnation.

Références

modifier