νουθέτησις

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De νουθετέω (« mettre en tête, faire venir à l’esprit »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif νουθέτησις αἱ νουθετήσεις τὼ νουθετήσει
Vocatif νουθέτησι νουθετήσεις νουθετήσει
Accusatif τὴν νουθέτησιν τὰς νουθετήσεις τὼ νουθετήσει
Génitif τῆς νουθετήσεως τῶν νουθετήσεων τοῖν νουθετησέοιν
Datif τῇ νουθετήσει ταῖς νουθετήσεσι(ν) τοῖν νουθετησέοιν

νουθέτησις, nouthétêsis *\noː.ˈtʰe.tɛː.sis\ féminin

  1. Action d'avertir, d'admonester.

Références modifier