Grec ancien modifier

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif σύρξ αἱ σύρκες τὼ σύρκε
Vocatif σύρξ σύρκες σύρκε
Accusatif τὴν σύρκα τὰς σύρκας τὼ σύρκε
Génitif τῆς συρκός τῶν συρκῶν τοῖν συρκοῖν
Datif τῇ συρκί ταῖς συρξί(ν) τοῖν συρκοῖν

σύρξ, súrx \ˈsyrkʰs\ féminin

  1. Forme éolienne de σάρξ.