Ἑκατόγχειρες

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Composé de ἑκατόν, hekatón (« cent ») et de χείρ, kheír (« main »), littéralement « cent mains ».

Nom propre modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif Ἑκατόγχειρ οἱ Ἑκατόγχειρες τὼ Ἑκατόγχειρε
Vocatif Ἑκατόγχειρ Ἑκατόγχειρες Ἑκατόγχειρε
Accusatif τὸν Ἑκατόγειρα τοὺς Ἑκατόγχειρας τὼ Ἑκατόγχειρε
Génitif τοῦ Ἑκατόγχειρος τῶν Ἑκατόγχειρων τοῖν Ἑκατόγχεροιν
Datif τῷ Ἑκατόγχειρι τοῖς Ἑκατόγχερσι(v) τοῖν Ἑκατόγχεροιν

Ἑκατόγχειρες, Hekatónkheires *\he.ka.tóŋ.kʰeː.res\ masculin pluriel

  1. (Mythologie) Hécatonchires.