Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien Ἰούλιος, Ioulios.

Nom propre modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  Ιούλιος οι  -
Génitif του  Ιουλίου των  -
Accusatif το(ν)  Ιούλιο τους  -
Vocatif Ιούλιε -

Ιούλιος (Iúlios) \i.ˈu.li.ɔs\ masculin

  1. Juillet (mois de l’année).

Variantes modifier

Vocabulaire apparenté par le sens modifier

Mois de l’année grégorienne en grec
1. Ιανουάριος, Γενάρης
2. Φεβρουάριος, Φλεβάρης
3. Μάρτιος, Μάρτης
4. Απρίλιος, Απρίλης
5. Μάιος, Μάης
6. Ιούνιος, Ιούνης
7. Ιούλιος, Ιούλης
8. Αύγουστος
9. Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης
10. Οκτώβριος, Οκτώβρης
11. Νοέμβριος, Νοέμβρης
12. Δεκέμβριος, Δεκέμβρης