Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien Μάϊος, Máïos.

Nom propre modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  Μάιος οι 
Génitif του  Μαΐου των 
Accusatif το(ν)  Μάιο τους 
Vocatif Μάιε

Μάιος (Máios) \ˈma.i.ɔs\

  1. Mai (mois de l’année).

Variantes modifier

Vocabulaire apparenté par le sens modifier

Mois de l’année grégorienne en grec
1. Ιανουάριος, Γενάρης
2. Φεβρουάριος, Φλεβάρης
3. Μάρτιος, Μάρτης
4. Απρίλιος, Απρίλης
5. Μάιος, Μάης
6. Ιούνιος, Ιούνης
7. Ιούλιος, Ιούλης
8. Αύγουστος
9. Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης
10. Οκτώβριος, Οκτώβρης
11. Νοέμβριος, Νοέμβρης
12. Δεκέμβριος, Δεκέμβρης