αυτοκαταστροφή

Grec modifier

Étymologie modifier

Dérivé de καταστροφή, avec le préfixe αυτο-.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αυτοκαταστροφή οι  αυτοκαταστροφές
Génitif της  αυτοκαταστροφής των  αυτοκαταστροφών
Accusatif τη(ν)  αυτοκαταστροφή τις  αυτοκαταστροφές
Vocatif αυτοκαταστροφή αυτοκαταστροφές

αυτοκαταστροφή (avtokatastrofí) \a.ftɔ.ka.ta.stɾɔ.ˈfi\ féminin

  1. Autodestruction.