δικαστήριον

Voir aussi : δικαστήριο

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De δικαστής, dikastês (« juge »), δικάζω, dikázô (« juger »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τὸ δικαστήριον τὰ δικαστήρια τὼ δικαστηρίω
Vocatif δικαστήριον δικαστήρια δικαστηρίω
Accusatif τὸ δικαστήριον τὰ δικαστήρια τὼ δικαστηρίω
Génitif τοῦ δικαστηρίου τῶν δικαστηρίων τοῖν δικαστηρίοιν
Datif τῷ δικαστηρί τοῖς δικαστηρίοις τοῖν δικαστηρίοιν

δικαστήριον, dikastếrion *\di.kas.ˈtɛː.ri.on\ neutre

  1. (Droit) Tribunal.
    • Οὐχ ὁρᾶς τὰ Ἀθηναίων δικαστήρια ὡς πολλάκις μὲν οὐδὲν ἀδικοῦντας λόγῳ παραχθέντες ἀπέκτειναν, πολλακίς δὲ ἀδικοῦντας ἤ ἐκ τοῦ λόγου οἰκτίσαντες ἢ ἐπιχαρίτως εἰπόντας ἀπέλυσαν; ·— (Xénophon, Apologie de Socrate, 4)

Références modifier