μυθιστορία

Grec modifier

Étymologie modifier

Du grec ancien μυθιστορία, mythistoría.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  μυθιστορία οι  μυθιστορίες
Génitif της  μυθιστορίας των  μυθιστοριών
Accusatif τη(ν)  μυθιστορία τις  μυθιστορίες
Vocatif μυθιστορία μυθιστορίες

μυθιστορία, mithistoría \mi.θi.stoˈɾi.a\ féminin

  1. (Littérature) Légende, histoire fabuleuse.

Dérivés modifier

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μυθιστορία)

Grec ancien modifier

Étymologie modifier

Mot composé de μῦθος, mŷthos (« mythe, conte ») et de ἱστορία, historía (« histoire »).

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif μυθιστορία αἱ μυθιστορίαι τὼ μυθιστορία
Vocatif μυθιστορία μυθιστορίαι μυθιστορία
Accusatif τὴν μυθιστορίαν τὰς μυθιστορίας τὼ μυθιστορία
Génitif τῆς μυθιστορίας τῶν μυθιστοριῶν τοῖν μυθιστορίαιν
Datif τῇ μυθιστορί ταῖς μυθιστορίαις τοῖν μυθιστορίαιν

μυθιστορία, mythistoría *\Prononciation ?\ féminin

  1. Légende.

Dérivés modifier

Dérivés dans d’autres langues modifier

Références modifier