μυθιστόρημα

Grec modifier

Étymologie modifier

→ voir μυθιστορία et ιστόρημα pour la finale.

Nom commun modifier

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  μυθιστόρημα τα  μυθιστορήματα
Génitif του  μυθιστορήματος των  μυθιστορημάτων
Accusatif το  μυθιστόρημα τα  μυθιστορήματα
Vocatif μυθιστόρημα μυθιστορήματα

μυθιστόρημα, mithistórima \mi.θiˈsto.ɾi.ma\ neutre

  1. (Littérature) Roman (récit de fiction).
    • Τα μυθιστορήματα του Κάφκα έχουν κάτι το εφιαλτικό.
      Les romans de Kafka ont quelque chose de cauchemardesque.

Dérivés modifier

Références modifier

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (μυθιστόρημα)