Grec ancien modifier

Étymologie modifier

De τράγος, trágos (« bouc ») et πούς, póus (« pied »).

Adjectif modifier

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif τραγόπους οἱ τραγοπόδες τὼ τραγοπόδε
Vocatif τραγόπους τραγοπόδες τραγοπόδε
Accusatif τὸν τραγοπόδᾰ τοὺς τραγοπόδᾰς τὼ τραγοπόδε
Génitif τοῦ τραγοποδός τῶν τραγοποδῶν τοῖν τραγοποδοῖν
Datif τῷ τραγοποδί τοῖς τραγοποσί(ν) τοῖν τραγοποδοῖν

τραγόπους, tragópous *\tra.ˈɡo.poːs\

  1. Tragopode.